Τρίτη 13 Ιουνίου 2017

Ήθη και έθιμα του Ζάρκου - 2ο μέρος


Α. ΚΑΒΟΥΚΙ (Ή ΡΟΥΓΚΑΤΣΑΡΙΑ)
Τα Ρουγκατσάρια είναι ένα παμπάλαιο έθιμο. Δεν γνωρίζουμε πότε ξεκίνησε. Ίσως είναι
συνέχεια και κατάλοιπο των εκδηλώσεων της αρχαιότητας. Επικρατούσε στη Θεσσαλία, στη Μακεδονία και στη Θράκη. Ανάλογα έθιμα άλλωστε βρίσκουμε σε πολλά μέρη των Βαλκανίων. Πάντως τα Ρουγκατσάρια ως κατάλοιπο της αρχαιότητας συνδέθηκαν με τον Παγανισμό, δηλαδή την ειδωλολατρία και τον πολυθεϊσμό, όπως συνήθιζαν να αποκαλούν την αρχαιότητα τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες.
Η λέξη ρογκατσάρια, κατά μια πιθανή ερμηνεία, προήλθε από τη λέξη ρόγα, δηλαδή το φιλοδώρημα, που έπαιρναν οι συμμετέχοντες περνώντας από σπίτι σε σπίτι. Η ρόγα ή φιλοδώρημα δίνονταν και από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες στους άρχοντες και στους στρατιώτες τους. Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή η λέξη Ρουγκατσάρια προέρχεται από τη Λατινική λέξη rogatores που σημαίνει ζητιάνοι.
Στο Ζάρκο το έθιμο «Ραγκουτσάρια» το ονόμαζαν Καβούκι και γιορταζόταν παλιά, όπως και σήμερα, με επίκεντρο τη γιορτή των Θεοφανείων. Το έθιμο γινόταν στις 5, 6 και 7 του Γενάρη και συμμετείχαν αυτοί που εκείνη τη χρονιά θα πήγαιναν φαντάροι. Τα παλιότερα χρόνια έπαιζαν και αυτοί που θα παντρεύονταν αυτή τη χρονιά. Την παρέα ή το μπουλούκι αποτελούσαν 6 ζευγάρια, δηλαδή 12 νέοι από τους οποίους οι 6 ντύνονταν με γυναικεία ρούχα και οι άλλοι 6 με φουστανέλα.
Ένας νέος ντυνόταν Διάβολος με κέρατα στο κεφάλι. Το ένα πόδι το έβαφαν άσπρο και το άλλο μαύρο, ενώ στο πίσω μέρος του σώματος κρεμούσαν για ουρά μια αρμαθιά από σκόρδα. Στη μέση του έβαζε μια ζώνη μαύρη και στο λαιμό του φορούσε ένα γιορντάνι που αποτελείτο από μικρά κουδουνάκια. Το πρόσωπο το έβαφε με μαύρη ή κιτρινοκόκκινη μπογιά. Στα χέρια του κρατούσε μια σκούπα που συμβόλιζε το καθάρισμα των πάντων κατά το πέρασμά του.Τρεις άντρες αποτελούσαν τους Αράπηδες. Ήταν κι αυτοί μεταμορφωμένοι και προκαλούσαν το φόβο με τις άναρθρες κραυγές και τις απειλές τους. Ήταν ντυμένοι με μαύρα ρούχα, το πρόσωπο ήταν βαμμένο μαύρο, στο κεφάλι φορούσαν σκούφο με κουδουνάκια και στις πλάτες «τσιρέπια» που τα στόλιζαν με φτερά από κότες. Οι Αράπηδες συμβόλιζαν τους άγριους επιδρομείς και κυρίως τους αστυνομικούς, δηλαδή κάποια μορφή εξουσίας της εποχής. Επικεφαλής των τριών αράπηδων-αστυνομικών ήταν ο αξιωματούχος Γκέκας.
Ο Γκέκας ή Καβουκάς διακρινόταν από την πανύψηλη σκούφια που φορούσε στο κεφάλι του ή όπως την αποκαλούσαν στο Ζάρκο Καβούκι, το οποίο έδωσε την ονομασία του και στο έθιμο. Φορούσε την κάπα του μόνο στο ένα μανίκι και στο χέρι του βάσταγε μια γκλίτσα για να συγκρατεί το καβούκι που έφτανε γύρω στα 3 μέτρα! Τα παιδιά έφτιαχναν το καβούκι την παραμονή των Θεοφανείων. Ήταν φτιαγμένο με χαρτιά σε άσπρο, ροζ και κόκκινο χρώμα τα οποία στηρίζονταν σε καλάμια μήκους 2,5 μέτρων. Στην κορυφή το καβούκι είχε κέρατα και στα μεταγενέστερα χρόνια έβαζαν και μπαλόνια. Επίσης, ένας νέος παρίστανε τον γιατρό, ο οποίος κρατούσε στα χέρια του μια τσάντα με διάφορα γιατροσόφια και διάφορα χαρτιά. Συμβόλιζε και τον εισπράκτορα των φόρων.
Την παραμονή των Θεοφανείων όσοι έπαιζαν, μαζεύονταν σε ένα μαγαζί, έτρωγαν, έπιναν και χόρευαν με τα όργανα, τα λεγόμενα και κλαρίνα. Εκτός από τους συμμετέχοντες στο καβούκι, γλένταγαν και όσοι κάτοικοι του χωριού επιθυμούσαν να διασκεδάσουν. Την άλλη μέρα το πρωί, τα παιδιά που ήταν ντυμένα νύφες και τσολιάδες πήγαιναν στην εκκλησία. Όταν τελείωνε η λειτουργία χόρευε όλο το μπουλούκι στην πλατεία του χωριού και στο τέλος έβγαζαν και το καβούκι. Μετά το χορό έπαιρναν τα όργανα και γυρνούσαν πρώτα στα καφενεία και μετά στα σπίτια του χωριού για να πούνε τα «χρόνια πολλά» και για να συγκεντρώσουν χρήματα για τα έξοδά τους. Μετά το μεσημέρι γυρνούσαν με τα όργανα σε κάθε γειτονιά του χωριού και χόρευαν τα κορίτσια. Το απόγευμα όλοι οι κάτοικοι στην πλατεία του χωριού και γινόταν ξανά χορός. Πρώτα χόρευαν οι μητέρες των παιδιών, μετά οι υπόλοιποι συγγενείς, οι φίλοι και οι γνωστοί.

Καβούκι την δεκαετία του ’50 – Μαϊντάς Α και Tσιοτινός Σωκράτης

Καβούκι την δεκαετία του ’50 – Μπάμπης Γκράβας και Μένιος Μόκκας
Στο τέλος χόρευε το μπουλούκι, οι νύφες, οι τσολιάδες, οι αράπηδες και ο Καβουκάς με το καβούκι. Καθώς τέλειωνε ο χορός άρχιζε και το κάψιμο του καβουκιού. Ο Διάβολος έβαζε φωτιά στη φουκαλιά και χορεύοντας έκαιγε το καβούκι.
Το κάψιμο συμβόλιζε την απελευθέρωση του Ελληνικού λαού από τον τούρκικο ζυγό. Τα παλιά χρόνια έκαιγαν το καβούκι έξω από το χωριό, στα Αλωνάκια. Επίσης, έφτιαχναν και δύο καμήλες, τις οποίες τις έκαναν κάπως έτσι: έπαιρναν μια σκάλα την οποία την τύλιγαν γύρω-γύρω με λινάτσα, για κεφάλι έβαζαν το κεφάλι από ένα ψόφιο άλογο και για ουρά μια αρμαθιά από σκόρδα. Από κάτω την καμήλα την κρατούσαν δύο με τρία παιδιά.
Την άλλη μέρα το πρωί, του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, μετά την εκκλησία, χόρευαν ξανά στην πλατεία. Μετά πήγαιναν στο σπίτι όποιου παιδιού το έλεγαν Γιάννη και συμμετείχε στο μπουλούκι για να του πουν τα «χρόνια πολλά» και να συνεχίσουν το γλέντι. Το έθιμο του Καβουκιού, με μικροαλλαγές, συνεχίζει ακόμη και σήμερα να γίνεται τα Θεοφάνεια στο Ζάρκο. Ίσως είναι το μοναδικό έθιμο που διατηρείται, σχεδόν αναλλοίωτο, ακόμη και στις μέρες μας. Το Ζάρκο, την ημέρα των Φώτων αποτελεί πόλο έλξης πολλών επισκεπτών, οι οποίοι έρχονται να διασκεδάσουν και να έρθουν σε επαφή με ένα κομμάτι της παράδοσης.

Απόκριες τη Δεκαετία του ’50 στο Ζάρκο, Μαρία Μουράτη, Ελένη Λόκα, Αιακατερίνη Μουράτη και ο μικρός Μιλτιάδης Λόκας –Φωτ. αρχείο Αθανασίας Τσιοτινού
Την Κυριακή της Τυρινής, το πρωί, μόλις τέλειωνε η εκκλησία, πήγαιναν στη νύφη τα δώρα πάνω σε δίσκο ο οποίος ήταν σκεπασμένος με καρέ και συνήθιζαν να λένε τη φράση «κίνησαν τα δώρα». Τα δώρα ήταν συνήθως παντόφλες παραγγελίσιες λούστρινες, ρόμπα, κάλτσες, μαντίλα, πουκαμισάκι μπουρντό, δηλαδή μπορντό, φούστα υφαντή με ρίγα σε χρώμα μπορντό και κίτρινο και πιστιμάλι κεντημένο με γλώσσες και λουλούδια. Η μαντίλα είχε γύρω-γύρω πούλιες. Οι πεθερές έβαζαν στο δίσκο χρήματα και ρύζι για να ριζώσουν τα ζευγάρια. Επίσης πήγαιναν στη νύφη και χαλβά κουκουσίσιο, δηλαδή χαλβά φτιαγμένο με καρύδια. Η μάνα της νύφης και η ίδια η νύφη έδινε στη γειτονιά χαλβά από το γαμπρό.
Το απόγευμα της Κυριακής, μετά τον εσπερινό της συγχώρεσης, οι γυναίκες, οι νύφες και οι ελεύθερες κοπέλες πηγαίνανε στην Τρανή την βρύση, που είναι έξω από το χωριό και χορεύανε μέχρι το ηλιοβασίλεμα. Μετά όλοι πήγαιναν στα σπίτια τους για την Αποκριά. Οι αρραβωνιασμένοι πήγαιναν επισκέψεις, σχεδόν σε όλα τα γνωστά σπίτια καθώς και στους μεγαλύτερους συγγενείς για τα «Χρόνια πολλά». Αυτοί τους κερνούσαν χαλβά σουσαμίσιο (με σουσάμι), μπιρμπιλίσιο και μεζέδες με κρασί. Επίσης πήγαιναν στο σπίτι του νονού για να του φιλήσουν το χέρι, για μετάνοια και συγχώρεση. Ο νονός τους έδινε χρήματα. Σήμερα αυτό το έθιμο δεν τηρείται. Τα παιδιά μετά το καθιερωμένο προσκύνημα και χειροφίλημα στον παππού και στη γιαγιά έπαιζαν το έθιμο της χάσκας. Ο παππούς μάζευε όλα τα παιδιά τριγύρω από το τραπέζι και τότε άρχιζε το παιχνίδι. Ο παππούς έδενε στον «μπλάστι», ένα σκοινί μήκους 30 εκατοστών περίπου, ένα κομμάτι χαλβά και ξεκινούσε πρώτα από το μικρότερο παιδί μέχρι και το μεγαλύτερο. Το κομμάτι με τον χαλβά τον κουνούσε ο παππούς πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά. Τα παιδιά με το στόμα ανοιχτό έπρεπε να το πιάσουν με την πρώτη φορά.
Μόλις άνοιγε το Τριώδιο και έρχονταν οι μέρες της Αποκριάς, σε κάθε γειτονιά, στο σταυροδρόμι, κάθε σαββατοκύριακο, άναβαν μεγάλη φωτιά με διάφορα ξύλα, όπως πουρνάρια, που τα είχαν μαζέψει μέρες πριν. Γύρω από τη φωτιά χόρευαν και τραγουδούσαν αποκριάτικα τραγούδια, μέχρι τα χαράματα. Οι φωτιές στην Τουρκοκρατία είχαν άλλο χαρακτήρα, γιατί πίσω από την αμφίεση κατέβαιναν στα χωριά οι κλέφτες και οι αρματολοί. Οι κάτοικοι του Ζάρκου σέβονταν τις παραδόσεις και δεν δούλευαν, όπως έλεγαν τα τρία καλά Σάββατα, της Τυρινής, της Κρεατινής και των Αγίων Θεοδώρων. Τα ψυχοσάββατα έφτιαχναν το μέρασμα, το οποίο το κάνουν ακόμη και σήμερα. Οι γυναίκες έφτιαχναν πίτες και σιτάρι βρασμένο για «σχώργιο» και το μοίραζαν στη γειτονιά. Την εβδομάδα της Τυρινής οι νοικοκυρές έκαναν τις φημισμένες Ζαρκινές πίτες (τυρόπιτες, σπανακόπιτες, γαλατόπιτες) και γλυκά (παντεσπάνι). Τα φύλλα τα άνοιγαν με τον πλάστη και τα έβαζαν μέσα στο σινί. Μετά άναβαν τη γάστρα να ψήσουν τις πίτες. Οι τσέλιγκες το είχαν ως έθιμο τις Απόκριες να δίνουν γάλα και τυρί στους κατοίκους του χωριού για να αβγατίσει το βιος τους. Το γάλα το έδιναν μέσα στο μπακρατσούλι, δηλαδή στο μικρό μπακράτσι. Οι νοικοκυρές όταν το γύριζαν πίσω έβαζαν μέσα νερό για να μην το γυρίσουν άδειο. Την εβδομάδα της Τυρινής οι μάνες δεν άφηναν τα παιδιά τους να λουστούν γιατί έλεγαν ότι «τινάζουν τα δερμάτια», δηλαδή πίστευαν ότι πέφτουν τα μαλλιά των παιδιών αν λουστούν. Στα δερμάτια, τα οποία ήταν συνήθως φτιαγμένα από δέρμα κατσίκας, φύλαγαν το τυρί.
Γ. ΜΠΟΥΡΑΝΙ
Σε όλη την Ελλάδα γιόρταζαν και εξακολουθούν να γιορτάζουν, ακόμη και σήμερα, την Καθαρή Δευτέρα με φαγοπότι, τραγούδια και χορούς. Αυτούς που μεταμορφώνονται τους ονομάζουν μασκαράδες. Αυτό το έθιμο της μεταμφίεσης έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα, στα Ελευσίνια Μυστήρια και στις γιορτές προς τιμή του Θεού Διονύσου. Στο Ζάρκο την Καθαρή Δευτέρα είχαν το έθιμο του Μπουρανί το οποίο δυστυχώς σήμερα έχει εγκαταλειφθεί. Η χρονολογία που άρχισε αυτή η καθαροδευτεριάτικη γιορτή του Μπουρανί είναι άγνωστη. Έλκει βέβαια και αυτή η γιορτή την καταγωγή της από τα Διονύσια και τους Σάτυρους και τις μεταμφιέσεις που γίνονταν κατά τη διάρκεια αυτών των γιορτών. Ίσως και το Μπουρανί να έχει σχέση με τον Κυκεώνα των Ελευσινίων Μυστηρίων.
Το Μπουρανί στο Ζάρκο το ξεκινούσαν το βράδυ της Μεγάλης Αποκριάς. Άναβαν φωτιά στην πλατεία του χωριού και σε ένα καζάνι έβαζαν μέσα διάφορα λαχανικά(τσουκνίδες, λάπατα, σπανάκια, μολόχες κ.α), τα οποία είχαν κλέψει τα παιδιά νωρίτερα από τα σπίτια του χωριού. Μέσα στο καζάνι, εκτός από χόρτα, έβαζαν νερό, λάδι και αλεύρι για να φτιάξουν το Μπουρανί. Γύρω από το καζάνι στηνόταν χορός με διάφορα αποκριάτικα τραγούδια. Ο διερχόμενος από το μέρος αυτό έπρεπε απαραίτητα να φάει από αυτό το φαγητό ειδάλλως υποχρεωνόταν να κεράσει σε όλους κρασί και να πιει και ο ίδιος. Αν δεν έπινε κρασί τότε του μουτζούρωναν το πρόσωπο με μαύρη μπογιά και του έκαναν μαύρους σταυρούς.
Την Καθαρή Δευτέρα το πρωί αγόρια διαφόρων ηλικιών που συμμετείχαν στο Μπουρανί έβαφαν τα πρόσωπά τους με μαύρη μπογιά και σταυρούς και γυρνούσαν στις γειτονιές τραγουδώντας άσεμνα τετράστιχα με αισχρόλογα και κάνοντας άσεμνες χειρονομίες και άσχημες εκφράσεις σε όποιον άνθρωπο, μικρό ή μεγάλο, άντρα ή γυναίκα, έβρισκαν μπροστά τους. Επιτρέπόταν να τα πουν χωρίς εκείνοι να αντιδράσουν. Στη συνέχεια, έπειτα από την αισχρολογία, τοποθετούσαν πάνω σε μια σκάλα κάποιον που παρίστανε το νεκρό, τον στόλιζαν με λουλούδια και τον γύριζαν πρώτα στην πλατεία και μετά σε όλο το χωριό. Μετά τον πήγαιναν στο νεκροταφείο, τον έκλαιγαν, χτυπούσαν την καμπάνα και τον έθαβαν συμβολικά. Αυτό το έθιμο συμβολίζει το τέλος του χειμώνα και την αρχή της Άνοιξης, τη γονιμότητα και τη βλάστηση. Έπειτα γλεντούσαν μέχρι αργά το βράδυ.
Την Καθαρή Δευτέρα οι γυναίκες έπλεναν τα ρούχα της οικογένειας, όλα τα ταψιά και τις κατσαρόλες για να μπουν «καθαροί» στη Σαρακοστή και στην νηστεία.
Δ. Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
Με την πάροδο των ημερών, μέσα στη Σαρακοστή, οι Ζαρκινοί γιόρταζαν την γιορτή του Λαζάρου, η οποία αποτελεί ένα ξεχωριστό και χαρούμενο γεγονός για τα κοριτσάκια που το χαίρονταν και εξακολουθούν να το χαίροντα ακόμη και σήμερα. Στο χωριό μας το Λάζαρο δεν τον γιόρταζαν το Σάββατο, την παραμονή των Βαϊων, αλλά την Πέμπτη πριν το Σάββατο. Στο Ζάρκο οι Λαζαρίνες πέρα από τα στολισμένα καλαθάκια με αγριολούλουδα και προπάντων πασχαλίτσες στόλιζαν και τα λαζαρόξυλα με διάφορα λουλούδια που έπαιρναν ξεχωριστή εμφάνιση και ομορφιά. Οι νοικοκυρές παλιότερα κερνούσαν τα κοριτσάκια καρύδια, φουντούκια, σύκα, αβγά, ξυλοκέρατα και χρήματα. Σήμερα δίνουν στα κοριτσάκια μόνο χρήματα. Το τραγούδι που συνήθιζαν να λένε τα κορίτσια τον παλιό καιρό είναι το ακόλουθο:
Του Λαζάρου
Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,
ήρθε η Κυριακή που τρων τα ψάρια.
Σήκω Λάζαρε και μην κοιμάσαι,
ήρθε η μάνα σου από την Πόλη.
Σου’φερε χαρτί και καλαμάρι.
Γράψε Θόδωρε, γράψε Δημήτρη,
γράψε Λεμονιά και κυπαρίσσι.
Ήρθε ο Λάζαρος μανιά,
το καλάθι θέλει αβγά,
οι τσεπούλες κουκουσούλες,
τα χεράκια δεκαρούλες.
Ε. ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΖΑΡΚΙΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
⦁ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΛΩΡΗΣ
Ο Κωνσταντίνος Λώρης ήταν Έλληνας στρατιωτικός. Πήρε μέρος στους απελευθερωτικούς αγώνες από το 1866 ως το 1886. Γεννήθηκε το 1837 στο Προμύριο της Μαγνησίας. Πήρε μέρος στην Κρητική Επανάσταση (1866-1869) και στην επανάσταση στην Θεσσαλία το 1878, όπου και διέπρεψε. Τραυματίστηκε θανάσιμα υπερασπιζόμενος την Κούτρα, τοποθεσία στο Ζάρκο, μετά από επτάωρη μάχη στις 11 Μαΐου του 1886 και εξέπνευσε μετά από λίγες ημέρες. Στο βουνό Κούτρα και με πρωταγωνιστή τον συνταγματάρχη Λώρη εκτυλίχτηκε μια από τις πιο εξευτελιστικές στιγμές της νεώτερης ιστορίας μας, απόρροια του πολιτικού διχασμού μεταξύ Τρικούπη και Δηλιγιάννη.  Τον Απρίλη του 1886 τμήματα του Ελληνικού στρατού με την προτροπή των κατώτερων και πιο ευερέθιστων εθνικιστών αξιωματικών κατήγγειλαν τον Τρικούπη σαν «άνθρωπο των Άγγλων» και εισέβαλαν στο τουρκικό έδαφος για να δημιουργήσουν τετελεσμένο γεγονός, προτού αναλάβει την εξουσία η νέα κυβέρνηση. Οι μάχες κράτησαν πέντε ημέρες και πριν γίνει ανακωχή στις 12/5/1886, οι Τούρκοι πέτυχαν να αιχμαλωτίσουν 280 άνδρες από το 5ο Ευζωνικό τάγμα στην Κούτρα τους οποίους στη συνέχεια περιέφεραν ατιμωτικά στη Μακεδονία με σκοπό τον εκφοβισμό των Ελλήνων κατοίκων της. Στις 24 Μαΐου τελείωσε επίσημα ο «ειρηνοπόλεμος» του Δηλιγιάννη αφήνοντας τη χώρα μας χωρίς συμμάχους στα Βαλκάνια και χωρίς αξιόμαχη στρατιωτική δύναμη. Ο Σουρής στο Ρωμιό παραφράζοντας το Σολωμό γράφει για τη μάχη της Κούτρας τα παρακάτω:
Εις της Κούτρας την πέτρινη ράχη
η Ελλάς περπατώντας μονάχη
μνημονεύει της δόξης τα χρόνια
και στεφάνια τριγύρω σκορπά
και στης Κούτρας εκεί τα κοτρώνια
τη σπασμένη της κούτρα χτυπά.
Τότε το χωριό Ζάρκο βυθίστηκε στο πένθος. Οι γυναίκες του Ζάρκου, στο κτίριο της επιστασίας, όπου ετέθη ο νεκρός συνταγματάρχης του 5ου Συντάγματος Ευζώνων, τραγούδησαν το ακόλουθο μοιρολόγι:
Τράβα αέρα μ’ δροσερέ και συ βοριά μ’ δροσάτε
Για να δροσίσεις τα παιδιά, του Λούρη τα παλικάρια.
Που πολεμούν καταραχίς, ψηλά στη μαύρη Κούτρα,
Δίχως ψωμί, δίχως νερό, χωρίς κάνα μεντάτι.
-Παιδιά μου μη φοβόσαστε, στο νου σας μην το βάλτε,
Όσο και ο Λούρης ζωντανός, πασά μην προσκυνάτε.
Το λόγο δεν απόσωσε και συντυχιά δεν πήρε
Το στόμα του αίμα γέμισε, τα χείλη του φαρμάκι
Κι η γλώσσα του αηδονολαλεί, σαν το χελιδονάκι.
Υπήρχε και μια ακόμη παραλλαγή του παραπάνω δημοτικού τραγουδιού.
Τράβα αέρα μ’ δροσερέ και συ βοριά μ’ δροσάτε
Για να δροσίσεις τα παιδιά, του Λώρη τους λεβέντες.
Που πολεμούν καταραχίς, ψηλά στη μαύρη Κούτρα.
Πέντε μερούλες νηστικά και δέκα διψασμένα.
Κι ο Λώρης τους αρμήνευσε και ο Λώρης τους ελέγει
«Όσο’ ναι ο Λώρης ζωντανός, πασά μην προσκυνάτε».
Η ζαρκινή λαϊκή μούσα συνέθεσε και τραγούδι για τη μάχη της Κούτρας.
Σε κορφοβούνι κάθομαν, μαύρος ξαγρυπνισμένος,
Με το τουφέκι αγκαλιά και το σπαθί στη μέση.
Και κει που συλλογιέμουνα η δόλιος που να κάνω,
Βλέπω τον ήλιο π’έβγαινε, χρυσώνοντας τις ράχες
Κι άκουσα μια μητρική λαλιά, του Τόλη τη μανούλα
«Κάθισε Τόλη μ’ φρόνιμα και μην πηγαίνεις κλέφτης».
«Μπισμάνηδες με κάλεσαν να πάω μες στο Ζάρκο.
Πάω να πολεμήσουμε τους παλιογενιτσάρους.
Ο Χιόνας με καλεί μες το χάνι το τρανό.
Σαν πήραμε τα όπλα μας στον πόλεμο να πάμε,
βρίσκω στης Κούτριας την κορφή κουφάρια Γενιτσάρων
κι ανάμεσα στα κουφάρια το φλάμπουρο να λάμπει».
⦁ ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΠΟΥΝΑΣ
Ο Ανδρέας Μπουνάς ήταν προεστός του Ζάρκου, ψάλτης και τραγουδιστής ο οποίος με το κέφι του και τον ενθουσιασμό του ξεσήκωνε τους Ζαρκινούς στα πανηγύρια. Επειδή ήταν λαοφιλής οι Ζαρκινοί του αφιέρωσαν και τραγούδια.
Ανδρέας Μπουνάς
Η Ανδρέας η Μπουνάς κι η Χρήστος Ζαμπανής,
χορό θέλουνε να φκιάσουνε στον Αι- Νικόλα.
Και στον πασιά προσκύνησαν.
Αφέντη μου πασιά, εμείς αντέτι το’ χουμε
κάθε μήνα Μάη, τρανόν χορό να κάνουμε
στον Αι-Νικόλα.
Τότε κι η πασιάς εχάρηκε που τον προσκύνησαν.
Το ασκέρι περιόρισε και βγαίνει απάνω,
το χορό να σεργιανίσει.
Τρεις δίπλες το χορό τον είχε κάνει ο Μπουνάς.
Σουλτάνος πέρασε απ’ τον Αι-Γιώργη
και είδε το χορό, το άλογό του εκτύπησε,
στο χορό να φθάσει.
Κει βλέπει τον Αλή Πασιά.
Μαντίλι σήκωνε και τον Μπουνά που χόρευε το συνεχάρη.
Το επόμενο τραγούδι αναφέρεται στην αδερφή του Ανδρέα Μπουνά.
Η Μπουνούλα
-Που θα πιουν τα κοριτσάκια τα σαρανταδυό;
-Μες στ’ Αντριά τ’ Μπουνά το σπίτι,
μες του Παπαντριά.
-Πίνουν δυο οι Παπαντρούλες οι νοικοκυρές.
Πίν’ κι η Βάσω η Μπουνούλα, με το βατσιτσιό.
⦁ Τα επόμενα τραγούδια αναφέρονται στο Ζάρκο καθώς και σε πρόσωπα του Ζάρκου.
ΖΑΡΚΟΥΛΑ
Ζαρκούλα τεσσεράγκωνη και πλατανοζωσμένη,
με τα ξωκκλήσια τα πολλά, δώδεκα από τρουύρω.
Στην Πετρομάγουλα σιάγματα και στο Νατϊλιάνι γάμος.
Κληντήρια δεν τους σύνταγαν πήγαν με τα βαρδάκια.
ΜΙΑ ΖΑΡΚΙΝΗ ΣΥΜΦΟΡΑ
Σαράντα ήσαν τούρκικα και εξήντα δυο ρουμέΙκα.
Σαν κινήσαν τα τούρκικα και πήραν τα ρουμέϊκα,
πήραν μανούλες με παιδιά, παπάδες με τα αγιαστικά.
Μας πήραν κι ένα γέροντα με δεκαοχτώ νυφάδες.
Όλες οι νύφες έκλαιγαν κι όλες παρηγοριόνταν
Κι η δόλια η Θανάσαινα έκλαιγε και δεν παρηγοριόνταν!
Ο γέροντας της έλεγε και πατρικά της ερωτούσε:
-Τι έχεις νυφούλα μου και κλαις και βαριαναστενάζεις;
Μην τα παπούτσια σε βαρούν και τα στολίδια σε βαραίνουν!
-Μήτε τα παπούτσια με βαρούν, ουδέ και τα στολίδια!
Με κρούει ο πόνος του Θανάση μου, που’ ρθαν και τον έσφαξαν,
μπρος στα γονατά μου, μπρος στα πατρικά μου!
Ο ΜΠΟΥΓΔΑΝΟΣ 
Ο ήλιος εβασίλεψε, πάει και τούτη η μέρα.
Πάνε τα’ αηδόνια στις φωλιές και τα πουλιά στις θέσεις.
Κι ο Μπουγδάνος πέρναγε με τους καπεταναίους.
Μια ζαρκινούλα σταύρωσε, π’ ερχόταν από τα’ αμπέλι.
Φέρνει τα μήλα στην ποδιά, τα κίτρα στο μαντίλι.
«Δυο μήλα την εγύρεψα κι αυτή μου δίνει πέντε»!
Ο ΛΑΖΟΣ
Ανάρια ανάρια τα’ρχισαν οι κλέφτες τα τουφέκια,
Γιατί είν’ οι μαύροι λιγοστοί, πέντε-έξ, οχτώ νομάτοι.
Οι πέντε πάησαν για ψωμί κι οι τρεις για το μπαρούτι
Κι ο Λάζος δεν είναι εκεί, πάει να γκιζιρίσει μες στο Ζάρκο
Για να βαφτίσει ένα παιδί, να φκιάσει έναν κουμπάρο.
Κουμπάρες τον καρτέραγαν με τα παιδιά στα χέρια.
Η μια τον πήρε τ’ άλογο κι άλλη το τουφέκι
Κι η τρίτη η μικρότερη, τον πήρε από το χέρι.
-Κόπιασε απάνω κυρ νουνέ, να φάμε και να πιούμε,
Να πιούμε, να τα πούμε και να ψηλοτραγουδήσουμε.
-Δεν ήρθα γω για φαϊ, για πκι και για ψηλά τραγούδια!
Ήρθα για να βαφτίσω το παιδί, να φκιάσω έναν κουμπάρο.
Οι σύντροφοι με καρτερούν στα Κρεμαστά της Κούτριας.
Ο ΛΑΖΟΥΛΗΣ
-Κάτσε Λαζούλη μ’ φρόνιμα και μην παένης με τους κλέφτες.
Λαζούλη μ’ σ’ αρραβώνιασα, πήρα νυφούλα από σειρά,
Νυφούλα αρχόντισσα και με πολύ μεράδι!
-Δεν θέλω νύφη από σειρά και με πολύ μεράδι.
Τρία κορίτσια μ’ άρεσαν από μέσα από το Ζάρκο,
κορίτσια όμορφα, κορίτσια νοικοκυρεμένα.
Το’ να το πήρε ο Γιαννακός και τα’ άλλο ο μπράτιμός μου,
το τρίτο το καλύτερο το πήρε ο πρώτος κλέφτης.
Ο ΚΑΡΑΜΠΕΕΣ
-Ποιος είδε ήλιο το βραδί κι άστρο το μεσημέρι;
Ποιος είδε τον Καραμπεέ, τον καπετάν Θανάση,
το Ζαρκινό Λεβέντη!
-Εμείς εψές τον είδαμε μες το τσιοτνό το χάνι.
Πέντε χατζήδες τον κερνούν και τρεις τον παραστέκουν
Κι ένα μικρό χαντζόπουλο με ζωηρά ματάκια,
στέκει ορθό και τον κερνά και τον βαρυξετάζει.
-Που ήσουν εχτές Καραμπεέ και καπετάν Θανάση;
-Εψές ήμαν στη μάνα μου, προψές στην αδελφή μου.
Βράδυ θα πάω στ’ Άγραφα, να πάω να πολεμήσω. ΄
Ένα χαμπέρι μ’ έστειλαν πως Τούρκοι πολεμούνε.
ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΜΙΑΣ ΖΑΡΚΙΝΟΥΛΑΣ
Μια Ζαρκινούλα ξέβγαινε απ’ τ’ Αι Γιαννιού την πόρτα.
Αποβραδίς μοιρολογά και το ταχύ το λέει:
«Π’ αναθεμά σας χωριανοί και σεις Κοτζαμπασήδες,
Που βάντε τον άντρα μ’ φυλακή, τώρα δώδεκα χρόνους.
Κι είμαι η δόλια νιούτσικη και χήρα δεν μου πρέπει.
Να περπατήσω αγαλινά και λεν πως καμαρώνω!
Να περπατήσω γλήγορα με λεν παντρειά γυρεύω!
Π’ ανάθεμα στο δικαστή και στον εισαγγελέα,
που δεν δικάζουν ξάμηνα, που δεν δικάζουν χρόνους.
παρά δικάζουν γι’ όλη τη ζωή και για καραμαγκιόλα,
για δε γελάει τ’ αχείλι μου, δε χαίρεται η καρδιά μου»!
ΤΑ ΔΥΟ ΚΑΛΑ ΠΑΙΔΙΑ
Δυο παιδιά καλά από μέσα από το Ζάρκο,
όλο τις νύχτες περπατούν και τις αυγές κοιμούνται.
Κι οι Κονιάροι σαν το’ μαθαν τρέχουν να τους επκιάσουν,
στου Κυρχανά το σπίτι ελόγιασαν να τους πιάσουνε,
το Γιάννη και το Γιώργο, τ’ άξια παλικάρια.
Κι αυτά σαν το’ μαθαν όλη τη νύχτα φεύγουνε,
να πάνε πέρα στο βουνό, πέρα στο Ντουμπρούσι.
Οι Ντουμπρουσιώτες και οι προεστοί τα’ ρμήνευαν:
-Παιδιά μ’ τι πάθατε και τι αναζητάτε;
-Εμείς το Σκύφτα θέλουμε, δυο λόγια να του πούμε.
Κονιάροι μας αναζητούν, τα λυσιακά τους τρώνε.
Πατέρα θα σε κάνουμε καλέ μας άρχοντα,
Στου Αναστάση τη Σπηλιά θέλουμε να πάμε.
-Παιδιά μου δίπλα στο στρατί, στη σπηλιά να πάμε,
στ’ άρματα ν’ αρματωθείτε και ν’ αγωνιστείτε.
Τους πήραν και τους πάηναν, τσ’ Αλασσόνας τα βουνά,
κει’ ναι οι κλέφτες οι πολλοί, κει έχουν συναξάρι.
ΤΡΕΙΣ ΖΑΡΚΙΝΕΣ ΚΟΠΕΛΕΣ
Πέρα σ’ εκείνο το βουνό, πέρα σ’ εκείνη τη ράχη,
πό’χει αντάρα στην κορφή και κατεχνιά στη ρίζα.
Ένα αμάξι σιδεράμαξο περνά από το Ζάρκο,
Πέντα αλαφάκια το τραβούν και τρεις χρυσές μουλίτσες.
Πάνε Γιαρέντες από κοντά με τρεις κοπέλες ζαρκινές.
Και οι κοπέλες ήταν όμορφες στον ήλιο λαμπρισμένες,
κι είπαν τραγούδια όμορφα, τραγούδια της χαράς.
-Τρέξτε λαφάκια μου καλά και σεις χρυσές μουλίτσες.
Τραβάτε για να φθάσουμε στης Πόλης το μπουγάζι,
να φαν τα λάφια βάλσαμο κι οι μούλες το τριφύλλι.
Να κάτσουμε και μεις στις μαρμαρένιες βρύσες.
Και κλέψαμε τρεις τούρκισσες και τρεις κυρές μεγάλες.
Ο ΜΟΝΑΧΟΓΙΟΣ
Του Κωνσταντή ο γιος ήταν κυνηγός, ήταν και παλικάρι.
Ήτανε ψάλτης του Αη Γιωργιού και προεστός του Ζάρκου.
Κακή του τύχη αρρώστησε βαριά για να πεθάνει.
Τον κλαίνε τα μπρατίμια του και όλο το χωριό του.
Κι αυτός η δόλιος λέγει στα μπρατίμια του:
-Τραβάτε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω.
Φέρτε μου τον ταμπουρά να τον μορφολαλήσω!
Να πω τραγούδια θλιβερά και παραπονεμένα,
Να κάνω τα βουνά να κλαιν, τους κάμπους να ραγιώνται!
Να κάνω και τη μάνα μου να χύνει μαύρα δάκρυα.
ΤΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ
-Πέρα σε κείνο το βουνό, πέρα σ’ εκείν’ τη ράχη,
πο’ χει αντάρα στην κορφή και κατεχνιά στη ρίζα,
κει καθώνται οι μοίρες μου, τα ριζικά μου γράφουν,
γράφουν τους κακορίζικους και κακομερασμένους, ΄
γράφουν και μένα μάνα μου Βουργάρα για να πάρω.
-Ας είναι γιόκα μ’ καλορίζικη, κι ας είναι και Βουργάρα.
-Δεν θέλω γω Βουργάρα μάνα μου, κι ας είναι κι η καλή σου.
Θα πάω να πάρω μια ζαρκινή, του Μπιλιαρμά κορίτσι.
-Κάτσε Θανάση μου καλά και μην πας στου Μπιλιαρμά το σπίτι,
τ’ έχει άντρες δυνατούς, άντρες αντρειωμένους.
Κι αυτός δεν άκουσε της μάνας την αρμήνια
και κίνησε και πάηνε στου Μπιλιαρμά το σπίτι.
Οι άνδρες τον συνέλαβαν και στο σκαμνί τον βάζουν.
Η ΓΕΩΡΓΑΚΑΙΝΑ
Ανήμερα την Πασχαλιά, με το Χριστός Ανέστη,
Κατσαντώνης έριξε από το καμπαναριό.
Γιωργάκαινα λαβώθηκε στο χέρι και στο γόνα.
Κατσαντώνης τν έπαιρνε και στο γιατρό την πάηνε.
Γιωργάκης την ερώταγε, Γιωργάκης την ελέγει:
-Πως πας Γιωργάκαινα με τις λαβωματιές;
-Πικρό ’ναι Γιώργη μ’ το τραύμα,
φαρμάκι είν’ το μολύβι.
Η ΠΑΣΧΑΛΙΑ
Ήρθαν τα Πασχαλήματα, της Πασχαλιάς οι μέρες.
Ήρθαν και τα καλέσματα για τις χαρές των νέων.
Πάνε οι νέοι στα κρασιά κι οι νιες στα πανηγύρια.
Πάει και του Συνάϊδου ο γιος σε μια ζαρκινούλα.
-Κόρη δεν παντρεύεσαι, άντρα για να πάρεις;
-Κάλλιο το’χω να χαθώ, πέργια άντρα για να πάρω!
-Σαν θέλεις κόρη μ’ να χαθείς σαν θες για να πεθάνεις,
φάγε της δάφνης τον καρπό, της πικρελιάς τη ρίζα.


Τσιοτινού Αθανασία
Στη μνήμη των γονιών μου Μαρίας και Σωκράτη

(Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Θεσσαλικό Ημερολόγιο, Τόμος 71ος, Μάρτιος 2017).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου